DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
làg n ~en
gen. στιβάδα f
econ. νόμος m
environ. νομική; νομικά f; αποφάσεις m; νομική επιστήμη/νομικά; πράξεις/αποφάσεις m; νομική επιστήμη/νομικά
law νομοθέτημα f; απλός τυπικός νόμος
lagen n
law νομοθεσία
lagar n
environ. ατομικές διοικητικές πράξεις
lå̀g v
gen. χαμηλός
lìgga v
gen. κείμαι
lìggande v
comp., MS οριζόντιος
lä́gre adj.
gen. κατώτερος
låg
: 4 phrases in 1 subject
Communications4