DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
läst n ~en ~er
industr., construct. καλαπόδι; μήτρα υποδήματος; τύπος υποδήματος
làst n ~en ~er
agric., tech. φορτίον
econ. φόρτωση
mater.sc., met. φόρτιση
transp. φορτίο m
lä̀sa v
gen. αναγιγνώσκω; διαβάζω
lå̀sa v
gen. κλειδώνω
el. πακτώνω
låst v
comp., MS κλειδωμένος
läst
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1