DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
läppning n
el. λείανση
met. υγρή υπερλείανση
lappning n ~en ~ar
earth.sc., mech.eng. υπερκάλυψη
IT, dat.proc. κομμάτι προγράμματος
IT, el. επίρραμαδιόρθωση
transp., construct. τοπική επισκευή