DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
läckning n ~en
commun., el. απευθείας λήψη
construct. διήθηση
environ. διαρροή; διαφυγή; Διαποτισμός m; διαρροή/διαφυγή; διήθηση/διαρροή/διαποτισμός