DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
läckage [-a´∫] n ~t [-et]; pl. ~
earth.sc. διήθησις
environ. διαφυγή; διαρροή/διαφυγή
mater.sc. διαπερατότητα πυροσβεστικού σωλήνα
mech.eng. απώλεια m; διαρροή