DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lä́ngdprofil n
life.sc., coal. επιμήκης τομή
transp., construct. κατά μήκος τομή; μηκοτομή; γεωμετρία οδού σε μηκοτομή; χάραξη σε μηκοτομή