| |||
κάμπινγκ | |||
στρατόπεδο m; εργοτάξιο m; κατασκήνωση; καταυλισμός m; σταθμός m; στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο m | |||
| |||
Αποθήκη | |||
πλάκα f; επίπεδο | |||
στρώση | |||
απόθεμα | |||
αποθήκη | |||
σπείρωση | |||
αποθέματα f | |||
ρουλεμάν | |||
αξίες προς εκμετάλλευση | |||
αποθεματικά f | |||
έδρανο άξονος | |||
στρώμα f; έδρανο m; εφέδρανο |
läger : 2 phrases in 1 subject |
Transport | 2 |