DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lä́ger [lä´ger] n lägret; pl. ~, best. pl. lägren
gen. κάμπινγκ
environ. στρατόπεδο m; εργοτάξιο m; κατασκήνωση; καταυλισμός m; σταθμός m; στρατόπεδο/καταυλισμός/κατασκήνωση/σταθμός/εργοτάξιο m
láger n
gen. Αποθήκη
comp., MS πλάκα f; επίπεδο
construct. στρώση
econ. απόθεμα
econ., agric. αποθήκη
el. σπείρωση
fin. αποθέματα f
industr. ρουλεμάν
market. αξίες προς εκμετάλλευση
market., fin. αποθεματικά f
mech.eng. έδρανο άξονος
transp. στρώμα f; έδρανο m; εφέδρανο
läger
: 2 phrases in 1 subject
Transport2