DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective
lä̀tta v
gen. ανακουφίζω
transp. αποκόλληση; αποκόλληση από την γήινη επιφάνεια; αποκόλληση από τη γήινη επιφάνεια
lätt adj.
gen. εύκολος
agric. ελαφρός
comp., MS εύκολα
fish.farm. εκκένωση σάκου τράτας