Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
lä̀sning
n ~en ~ar
gen.
ανάγνωσμα
work.fl., IT
ανάγνωση δεδομένων
lå̀sning
n ~en ~ar
el.
συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη
;
σύλληψη
;
αγκίστρωμα στόχου
;
βαρυτική σύλληψη
;
επίκτηση
;
λήψη
IT, dat.proc.
"με κλείδωμα"
IT, el.
κλείδωμα
;
μηχανισμός κλειδώματος
;
αλληλεμπλοκή
med.
παρεμπόδιση της κινητικότητας των αρθρώσεων
transp., el.
σύμπλεξη
;
εξάρτηση
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips