DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
lä̀romedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
econ. διδακτικό υλικό
ed. διδακτικό βοήθημα; παιδαγωγικό βοήθημα; παιδαγωγικά μέσα
law, lab.law. διδακτικός εξοπλισμός
läromedel
: 2 phrases in 1 subject
Mechanic engineering2