| |||
πλωτό φράγμα | |||
πλωτό ζεύγμα; πλωτή κατασκευή ζεύξης | |||
σειρά κορμών προς μετατόπισιν | |||
| |||
δάνεια | |||
δανειοληψία f | |||
δάνειο m; πίστωση δανείου; προκαταβολή; προκαταβολή ναύλου | |||
| |||
επαρχία m | |||
κομητεία m (περιφέρεια) | |||
κομητεία περιφέρεια | |||
Swedish thesaurus | |||
| |||
lokalt nätverk |
läns : 4 phrases in 3 subjects |
General | 1 |
Mechanic engineering | 1 |
Politics | 2 |