DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lä̀nk n ~en ~ar
commun. υπερκειμενική ζεύξη
earth.sc., mech.eng. συνδετήρας f
el. ανεξάρτητος κλάδος; διασύνδεση; σύνδεση
fish.farm. στόλος διχτυών
IT, dat.proc. διαδοχική διεύθυνση
IT, el. ζεύξη; λινκ
mech.eng. στοιχείο m
transp. σύνδεσμος; μονοδρομική σύνθεσις; τμήμα οδού
work.fl. ενδείκτης σύνδεσης