DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
lä̀ngd n ~en ~er
comp., MS Τύπος-Μέγεθος-Τιμή m; διάρκεια m
environ. γεωγραφικό μήκος; γεωγραφικό μήκος γεωγραφικό μήκος
transp., fish.farm. μήκος
lä̀ngs v
gen. κατά μήκος
längd
: 2 phrases in 1 subject
Transport2