DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
lä̀ggning n ~en ~ar
gen. χαρακτήρας m
industr., construct. μετάθεση; πυκνότητα σπειρών; σπείρα f; νήμα συνεχών ινών ειδικής επεξεργασίας