DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kylmedel n -medlet; pl. ~, best. pl. -medlen
earth.sc., mech.eng. ψυκτικά f; ψυκτικές ουσίες
environ. ψυκτικό m; ψυκτικό μέσο, υγρό
industr. ψυκτική ουσία
met. μέσο απόψυξης; μέσο σκλήρυνσης; περιβάλλον απότομης ψύξης; υλικό σβησίματος; υλικό ψύξεως
met., mech.eng. υγρό κατάβρεξης