DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kylkanal n
industr. κλίβανος ανοπτήσεως με κύλιστρα
industr., construct., met. κλίβανος ανοπτήσεως; γαλαρία απόψυξη; ψυκτήριος κλίβανος; γαλαρία ανοπτήσεως με βαγονέττα
mech.eng., el. κανάλι αερισμού του πυρήνα
kylkanaler n
met., mech.eng. κανάλια ψύξης; οπές ψύξης