DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kylare n ~n; pl. ~, best. pl. kylarna
chem., el. ψύκτης
earth.sc. ψυκτήρας f
el. αποδέκτης θερμότητας; καταβόθρα θερμότητας
food.ind. οδιοειδής συμπυκνωτής
forestr. ψυγείο m (αυτοκινήτου)
mech.eng. ψυγείο m
met. ψύκτης άμμου
kylare
: 2 phrases in 1 subject
Communications2