DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kylanläggning n ~en ~ar
earth.sc., mech.eng. μέθοδος παραγωγής ψύχους
econ. ψυκτική εγκατάσταση
tech., industr., construct. συστοιχία ψύξης
transp., mech.eng. συγκρότημα ψύξης με στρόβιλο
kylanläggning
: 1 phrase in 1 subject
Communications1