DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kỳla n ~n
agric., mech.eng. καταψύχω
earth.sc., mech.eng. κρύο m; ψύχος m; υποβαθμίζω την θερμοκρασία; ψυχραίνω; ψύχω
environ. ψύξη (κρυολόγημα); ψύχος/κρύο/ψύξη κρυολόγημα
industr., construct., met. ανοπτώ
kyla
: 6 phrases in 2 subjects
Communications3
Transport3