DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kvot n ~en ~er
comp., MS περιορισμός ορίου; όριο
fish.farm. ποσόστωση
immigr. μερίδα f; αναλογία f; ποσοστό m
stat. πηλίκο ή λόγος
kvot
: 1 phrase in 1 subject
Transport1