DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kvittning n ~en ~ar
econ. καθάρισμα f
fin. αμοιβαία αντιστάθμιση; αμοιβαίος συμψηφισμός; πλήρεις συναλλαγές
proced.law. αντιστάθμιση; συμψηφισμός m
kvittning
: 3 phrases in 1 subject
Transport3