DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kvalitetssäkring n ~en ~ar
account. εξασφάλιση ποιότητας
ed. ανάληψη υποχρέωσης για την ποιότητα
environ. εγγύηση διασφάλιση ποιότητας; εγγύηση διασφάλιση ποιότητας
IT, mech.eng. εγγύηση ποιότητας
R&D. δοκιμή ικανότητας
tech., law διασφάλιση της ποιότητας
kvalitetssäkring
: 1 phrase in 1 subject
Transport1