DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kuvért [-ä´r] n ~et; pl. ~
commun., el. περιβάλλουσα
commun., industr., construct. φάκελλος αλληλογραφίας
comp., MS φάκελος m
IT περίβλημα f; φάκελλος