DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kùrs n ~en ~er
gen. αναλογία f; ποσοστό m; ρυθμός m; μάθημα f
comp., MS κύκλος μαθημάτων
environ. ταχύτητα f; πορεία m; τροχιά/πορεία f
law, account. πριμ
law, ed. μαθήματα επιμόρφωσης
law, lab.law. μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης; περίοδος επαγγελματικής εκπαίδευσης
kurs
: 4 phrases in 1 subject
Transport4