DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kùpning n ~en
agric. παράχωμα
industr., construct. εγκάρσια στρέβλωση; καμπούρα κατά πλάτος; στρέβλωση m; κύρτωση
nat.sc., industr., construct. Σκαφοειδής παραμόρφωση
kupning
: 2 phrases in 1 subject
Transport2