DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kùngörelse n ~n ~r
environ. προειδοποίηση; αναγγελία; ανακοίνωση; γνωστοποίηση m; δημόσια έρευνα
law προειδοποίηση
law, environ. προειδοποίηση/γνωστοποίηση/αναγγελία/ανακοίνωση