DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
krysskolvning n
construct. σύζευξη
industr., construct. ενδυνάμωση με το σταυρό του Αγίου Ανδρέα; μεσόζευγμα σε σχήμα Χ; σταυρός του Αγίου Ανδρέα