DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
krypning n ~en ~ar
chem., met. μάζεμα
el. αναρριχόμενα άλατα
industr., construct. ροή; έκσυρση; γλίστρημα f; πέρασμα f
life.sc., agric. διόγκωσις του εδάφους,ερπυσμός
mech.eng., el. μαγνητικό σύρσιμο
met. ερπυσμός
krypning
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1