DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
krympning n ~en ~ar
gen. συρρίκνωσις ξύλου
chem. μάζεμα
el. μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων
forestr. ρίκνωση
industr., construct. συρρίκνωση δέρματος; συστολή δέρματος; ζάρωμα f; συρρίκνωση
nat.sc., industr., construct. ρίκνωσις
transp. συστολή