DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
krusighet n ~en
industr., construct. κατσάρωμα f; κυματισμός m; σγούρωμα; βαθμός κυματισμού; βαθμός σγουρώματος
krusighet
: 1 phrase in 1 subject
Energy industry1