DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
krùsning n ~en ~ar
industr., construct. κατσάρωμα f; μπουκλάρισμα; συστροφή; κατσάρωμα με γρανάζι; σγούρισμα με γρανάζι
industr., construct., chem. Kατσάρωμα f
krusning
: 1 phrase in 1 subject
Energy industry1