DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kropp [kråp´] n ~en ~ar
gen. σώμα f
agric. πλούσιος m
fish.farm. Kύριο τμήμα; κύριο σώμα
IT κορμός m
nat.sc., agric. μέσον του κορμού