DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
krok n ~en ~ar
fish.farm. αγκίστρι αλιείας; αγκίστρι
industr., construct., met. γάντζος m; κρεμάστρα τσιμπουκιού; κρεμάστρα φουσκαδόρων
met. κρεμάστρα f
krök n ~en ~ar
agric., industr., construct. στρέβλωσις m
forestr. στρεβλότητα f; καμπύλη; κάμψη; κύρτωση; λυγίζω
krok
: 7 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering4
Transport3