DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kròssning n ~en ~ar
gen. κυλίνδριση; πλάτυνση; συμπίεση
agric. ισοπέδωση; κυλίνδρισμα f; σύνθλιψη
food.ind. έκθλιψη; θραύση
met. κόκκωση ανθρακασβεστίου