DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kròna n ~n kronor
gen. κορώνα
agric. κορυφή; κόμη; δεύτερη φάλαγγα; στεφάνη
nat.sc. στεφάνη άνθους (Corolla); κάλυξ άνθους (Corolla)
krona
: 4 phrases in 2 subjects
Energy industry2
Transport2