DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kretinísm [-is´m] n ~en
med. παιδισμός Brissaud; συγγενές μυξοίδημα; υθρεοειδικός παιδομορφισμός; δυσθυρεοειδογενής παιδισμός; μυξοιδηματικός παιδισμός; βρογχοκηλικός κρετινισμός