DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
krav n ~et; pl. ~
gen. ζήτηση
environ. απαίτηση
law διαταγή πληρωμής
law, commer. αξίωση
law, lab.law. όρος; προϋπόθεση; προαπαιτούμενο
krä̀va v
gen. αξιώνω; απαιτώ
nat.res., anim.husb. γούλα; πρόλοβος
krav
: 2 phrases in 1 subject
Energy industry2