DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kran n ~en ~ar
environ., industr. στόμιο m
fin. φαινόμενο "βρύσης"
forestr. γερανός m (σε μηχάνημα συγκομιστή)
mech.eng. ανυψωτική μηχανή
transp. γερανός m
kran här på skotare n
forestr. φορτωτής m