DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
krön n ~et; pl. ~
construct. στέψις οδού
law, min.prod. αιχμή
transp., construct. κυρτή καμπύλη; κύρτωμα f; στέψη επιχώματος σιδηροδρομικής γραμμής