DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kortfristig skuld
fin. τρέχον παθητικό; κυκλοφορούν ενεργητικό
market. βραχυπρόθεσμη οφειλή
kortfristiga skulder
account. πιστωτικοί λογαριασμοί; βραχυπρόθεσμο παθητικό
kortfristig
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1