DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
korrigerande åtgärd
commer., el. διορθωτική ενέργεια
commun. διορθωτικό μέτρο
law, commer. δεσμεύσεις ή διορθωτικά μέτρα
korrigerande åtgärder
proced.law. μέτρο αποκατάστασης; διορθωτικό μέτρο