DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
korrigéring n ~en ~ar
busin., labor.org., account. προσθήκη των διορθώσεων
industr., construct., met. διόρθωση; επισκευή
transp. επανόρθωση; ρύθμιση
korrigeringar n
comp., MS Διορθώσεις