DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kornstorlek n ~en ~ar
coal., met. μέγεθος κόκκου
earth.sc. εδαφικά κλάσματα
forestr. μέγεθος τεμαχιδίου; σωματιδίου m
met. λεπτότητα κόκκου; μέγεθος κόκκων; κόκκωση ανθρακασβεστίου
kornstorlek
: 2 phrases in 2 subjects
Metallurgy1
Technology1