DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
korg [kår´j] n ~en ~ar
gen. καλάθι
fin. "καλάθι" νομισμάτων ή τίτλων
industr., construct., chem. Πρώτος δίσκος ινοποιήσεως; ποτήρι
transp. σκάφος αερόπλοιου
korg
: 1 phrase in 1 subject
Health care1