DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kord [kå´rd] n ~en
industr. νήμα
industr., construct. ρεψ; στρώμα ινών; σύνολο πλεγμένων ινών; αυλακωτό ύφασμα
kord
: 1 phrase in 1 subject
Health care1