DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kontrollpunkt n
comp., MS σημείο ελέγχου
el. Σημείο ελέγχου
IT, el. παγίδα f
stat. σημείο αδιαφορίας
kontrollpunkter n
commun. σημειοεξέλεγχος