DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
kontroller n
el. διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f
transp., mil., grnd.forc., el. ελεγκτής m
kontróll [-rål´] n ~en ~er
gen. επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία; συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση
comp., MS στοιχείο ελέγχου
environ. εποπτεία m; παρακολούθηση; επαγρύπνηση; παρακολούθηση/έλεγχος; Επιτήρηση; επιτήρηση; επιτήρηση/επαγρύπνηση
IT επαλήθευση; εξελέγχω
IT, dat.proc. δοκιμή του προγραμματισμού; έλεγχοι
law διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας
mech.eng., el. δοκιμές απόδοσης; δοκιμές επίδοσης
met., construct. επίβλεψη
stat. έλεγχος m
tech., mater.sc. επιθεώρηση
transp. έλεγχος συμπεριφοράς
kontroller
: 2 phrases in 2 subjects
General1
Law1