DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kontaminatión n ~en ~er
gen. μόλυνση
environ. ρύπανση; ραδιενεργός μόλυνση
environ., nucl.phys. μόλυνση από ραδιενέργεια
pharma., environ. μίανση; νόθευση κειμένου; παράλλαξη