DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kontaktpunkt n ~en ~er
crim.law. σημείο επαφής' εστιακό σημείο
el. σταυροσημείο m; σημείο διασταύρωσης; σημείο μεταγωγής
mech.eng. σημείο επαφής με το μύλο
met., mech.eng. περιοχή εργασίας
transp., mater.sc. ίχνη σπινθηρισμού; κάψιμο