DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
kontákt [-tak´t] n ~en ~er
comp., MS επαφή
el. επαφέας; περιοχή επαφής; ακροδέκτης m; βύσμα
IT πόρτα f; θύρα f
IT, el. συνδετήρας f
law, lab.law. επικοινωνία f; σχέση
med. άτομο που έχει εκτεθεί στα λοιμώδη νοσήματα